- ναυτιώ
- (α) αμετ.1) страдать морской болезнью; 2) перен. чувствовать отвращение, тошноту (к кому-чему-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ναυτιώ — (Α ναυτιῶ, άω) 1. υποφέρω από ναυτία, ζαλίζομαι καθώς ταξιδεύω στη θάλασσα 2. (γενικά) αισθάνομαι έντονη αποστροφή για κάτι, αηδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυτία + κατάλ. ιῶ δηλωτική ασθένειας (πρβλ. ανιώ)] … Dictionary of Greek
ναυτιῶ — ναυτιάω suffer from seasickness pres imperat mp 2nd sg ναυτιάω suffer from seasickness pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ναυτιάω suffer from seasickness pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ναυτιάω suffer from seasickness imperf ind mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναυτίῳ — Ναύτιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυτίαση — η (Α ναυτίασις) [ναυτιώ] ναυτία … Dictionary of Greek
ναυτιασμός — ναυτιασμός, ὁ (Μ) ναυτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυτιῶ + κατάλ. ιασμός] … Dictionary of Greek
προσναυτιώ — άω, Α [ναυτιῶ] 1. αισθάνομαι ναυτία 2. μτφ. νιώθω δυσαρέσκεια ή αηδία για κάτι … Dictionary of Greek